κριοβόλος

κριοβόλος
κριοβόλος, -ον (Α)
φρ. «κριοβόλος τελετή» — τελετή κατά την οποία φονεύονταν κριάρια προς τιμήν τού Ἀτυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, φυλλο-βόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κριοβόλου — κριοβόλος ram slaying masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριοβόλιον — κριοβόλιον, τὸ (Α) [κριοβόλος] 1. θυσία κριαριού 2. στον πληθ. τὰ κριοβόλια εφηβικό αγώνισμα κατά το οποίο συλλαμβανόταν και θυσιαζόταν ένα κριάρι …   Dictionary of Greek

  • κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”